- αμάτιαστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε ματιάστηκε, δεν τον βάσκαναν: Μόνο εκείνη είχε μείνει αμάτιαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek
αβασκάνιστος — η, ο (Α ἀβασκάνιστος, ον) αυτός που δεν φθονείται, ο ανεπίφθονος νεοελλ. αυτός που δεν ματιάστηκε, ο αμάτιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *βασκανίζω < βασκανία] … Dictionary of Greek